ηθολογικός

ηθολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθολογία ή στον ηθολόγο.
επίρρ...
ηθολογικώς και ηθολογικά
με τρόπο ηθολογικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηθολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ηθολογία: Ηθολογική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”